πιθηκίζω: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
(c2) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br />φέρομαι σαν [[πίθηκος]], [[μιμούμαι]] τους πιθήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, [[μαϊμουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) ([[ιδίως]] για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν [[πίθηκος]], [[κολακεύω]] με γελοίο τρόπο κάποιον, [[κάνω]] σούζες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
A play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5 :—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf) : barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.
German (Pape)
[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.