πρεσβυτικός: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les vieillards, <i>d’où</i><br /><b>1</b> de vieillard;<br /><b>2</b> composé de vieillards <i>en parl. d’une foule</i>;<br /><b>II.</b> vieux, ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβύτης]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les vieillards, <i>d’où</i><br /><b>1</b> de vieillard;<br /><b>2</b> composé de vieillards <i>en parl. d’une foule</i>;<br /><b>II.</b> vieux, ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβύτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πρεσβυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρεσβύτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, [[γεροντικός]] (α. «πρεσβυτική [[άνοια]]» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα [[κακά]] της πρεσβυτικής ηλικίας, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαρχαιωμένος, [[παλιός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρεσβυτικόν</i><br />[[οίκημα]], [[ίδρυμα]] στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρεσβυτικώς</i> / <i>πρεσβυτικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πρεσβυτικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A like an old man, elderly, ὄχλος Ar. Pl.787; κακὰ π. the evils of age, ib.270, cf. Ael.VH2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου) ; ἕλκη Dsc.Eup.1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.Ec.278; παιδιά Pl.Lg.685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. Arist.EN1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.Fab.25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.Ep.4.13. Adv. -κῶς Plu.Thes.14. II πρεσβυτικόν, τό, hall of the elders, senate-house, Milet.7.60 (Didyma), Sardis7(1).8.72.
German (Pape)
[Seite 699] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῡτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, γεροντικός, Λατ. senilis, ὄχλος Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, αὐτόθι 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 (ἔνθα κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἀρχαϊκός, ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· ἀρχαῖον λίαν καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. qui concerne les vieillards, d’où
1 de vieillard;
2 composé de vieillards en parl. d’une foule;
II. vieux, ancien.
Étymologie: πρεσβύτης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πρεσβυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρεσβύτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα κακά της πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.)
αρχ.
1. απαρχαιωμένος, παλιός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβυτικόν
οίκημα, ίδρυμα στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές.
επίρρ...
πρεσβυτικώς / πρεσβυτικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο πρεσβυτικό.