προκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατεργάζομαι Medium diacritics: προκατεργάζομαι Low diacritics: προκατεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prokatergázomai Transliteration B: prokatergazomai Transliteration C: prokatergazomai Beta Code: prokaterga/zomai

English (LSJ)

   A subdue first, τινα D.C.43.4.    2 prepare beforehand, Thphr.CP3.20.8, al.; work up beforehand, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10; do or perform beforehand, χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι already performed, D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ worn out, exhausted, Paus.6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.

German (Pape)

[Seite 729] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προκατεργάζομαι: ἀποθ., κατεργάζομαι ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· ἐνίοτε ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

ao. προκατειργάσθην, pf. προκατείργασμαι;
être accompli auparavant.
Étymologie: πρό, κατεργάζομαι.

Greek Monolingual

Α κατεργάζομαι
1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω
2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)
3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)
4. καταβάλλω προηγουμένως
5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως
6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένως
β) (για τροφή) χωνεύομαι.