προσδιαφθείρω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=perdre <i>ou</i> faire périr en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαφθείρω]]. | |btext=perdre <i>ou</i> faire périr en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαφθείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] επί [[πλέον]] (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποστερώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] [[επίσης]] [[έκτρωση]] του εμβρύου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29. II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31. III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.
French (Bailly abrégé)
perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.
Greek Monolingual
Α
1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.)
2. αποστερώ επί πλέον
3. προκαλώ επίσης έκτρωση του εμβρύου
4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.