προσίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis près de, se tenir auprès de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἵζω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis près de, se tenir auprès de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἵζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ικέτη) [[έρχομαι]] και [[κάθομαι]] [[κοντά]] («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («ἡ δὲ [[μέλιττα]] μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτελώ]] ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[είμαι]] [[συμφυής]] («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η [[συμφυής]], η έμφυτη [[αιτία]], Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσίζω Medium diacritics: προσίζω Low diacritics: προσίζω Capitals: ΠΡΟΣΙΖΩ
Transliteration A: prosízō Transliteration B: prosizō Transliteration C: prosizo Beta Code: prosi/zw

English (LSJ)

c. acc.,

   A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp.189; Ἄρτεμιν E.Hec.935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα Pl.R.564d; settle, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr.CP5.10.3; adhere to, Dsc.5.95.    2 metaph., cleave to, μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = προσιζάνω; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

προσίζω: μέλλ. -ιζήσω, προσκαθέζομαι, καθέζομαι πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., ἔρχομαι καὶ κάθημαι πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. καθίζω ἐν τέλ.)· ὡσαύτως, πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· πρός τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων μελέτημα προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis près de, se tenir auprès de, acc..
Étymologie: πρός, ἵζω.

Greek Monolingual

Α
1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.)
2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι
4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είμαι συμφυής («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η συμφυής, η έμφυτη αιτία, Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].