πυκτεύω: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(T22)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[πύκτης]] a [[pugilist]] ([[see]] [[πυγμή]], at the [[beginning]])); to be a [[boxer]], to [[box]] (A. V. [[fight]]): [[Euripides]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others.)  
|txtha=([[πύκτης]] a [[pugilist]] ([[see]] [[πυγμή]], at the [[beginning]])); to be a [[boxer]], to [[box]] (A. V. [[fight]]): [[Euripides]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [[πύκτης]]<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] ή [[αγωνίζομαι]] με κάποιον με την [[πυγμή]], [[πυγμαχώ]] («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν [[ὅπου]] ἄν συμβάλωσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πυγμάχος]] («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με την [[πυγμή]] («τίς εἰς σὸν κρᾱτ' ἐπύκτευσεν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγωνίζομαι]], [[μονομαχώ]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτεύω Medium diacritics: πυκτεύω Low diacritics: πυκτεύω Capitals: ΠΥΚΤΕΥΩ
Transliteration A: pykteúō Transliteration B: pykteuō Transliteration C: pykteyo Beta Code: pukteu/w

English (LSJ)

Boeot. πουκτ-,

   A box, spar, X.Lac.4.6, D.4.40; οὕτω πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων 1 Ep.Cor.9.26; π. καὶ παγκρατιάζειν Pl.Grg.456d; περὶ τεοῦς Ἑρμᾶς ποτ' Ἄρευα π. Corinn.11; ἐς σὸν κρᾶτα π. strike with the fist on the head, E.Cyc.229: generally, fight, ξιφήρη π. Hld.10.31; of gladiators, Rev.Arch.30(1929).24 (Gortyn):—Med., πεπύκτευται αὐτόν Philostr.Im.2.19.

German (Pape)

[Seite 816] die Kunst des πύκτης, den Faustkampf üben, mit der Faust kämpfen; τίς εἰς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν; Eur. Cycl. 228; Plat. Gorg. 456 d u. sonst; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτεύω: πυγμαχῶ, Ξεν. Λακ. 4, 6, Δημ. 51. 24· π. καὶ παγκρατιάζειν Πλάτ. Γοργ. 456D· περί τινος πρός τινα Κόριννα 11· εἰς κρᾶτα π., κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς τὴν κεφαλήν, Εὐρ. Κύκλ. 229.

French (Bailly abrégé)

1 se battre à coups de poing;
2 lutter au pugilat.
Étymologie: πύκτης.

English (Thayer)

(πύκτης a pugilist (see πυγμή, at the beginning)); to be a boxer, to box (A. V. fight): Euripides, Xenophon, Plato, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α πύκτης
1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.)
2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.)
3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν κρᾱτ' ἐπύκτευσεν;», Ευρ.)
4. αγωνίζομαι, μονομαχώ.