σγουρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(6_4)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σγουρός''': -ά, -όν, [[σκοτεινός]], [[μελανός]], [[λέξις]] Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''σγουρός''': -ά, -όν, [[σκοτεινός]], [[μελανός]], [[λέξις]] Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σγουρός]], -ά, -όν, ΝΜ<br />βοστρυχωτός, [[κατσαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σγουρομάλλης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκοτεινός]], [[μελανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. [[γυρός]] «[[στρογγυλός]], κεκαμμένος» με [[ανάπτυξη]] προθετικού <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[βώλος]]: [[σβώλος]]). Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>σβουρός</i> κατ' [[αποκοπή]] <span style="color: red;"><</span> <i>σβουρόμαλλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀψύς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀψί</i>-<i>θυμος</i>)<br /><b>βλ. λ.</b> [[σγουρομάλλης]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[δίυγρος]] «[[υγρός]], [[πλήρης]]»].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σγουρός Medium diacritics: σγουρός Low diacritics: σγουρός Capitals: ΣΓΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sgourós Transliteration B: sgouros Transliteration C: sgouros Beta Code: sgouro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A curly, Tz.H.12.801.

Greek (Liddell-Scott)

σγουρός: -ά, -όν, σκοτεινός, μελανός, λέξις Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σγουρός, -ά, -όν, ΝΜ
βοστρυχωτός, κατσαρός
νεοελλ.
σγουρομάλλης
μσν.
σκοτεινός, μελανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος). Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο σβουρός κατ' αποκοπή < σβουρόμαλλος (πρβλ. ἀψύς < ἀψί-θυμος)
βλ. λ. σγουρομάλλης. Κατ' άλλους, τέλος, πιθ. < αρχ. δίυγρος «υγρός, πλήρης»].