σκαμβός: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_10) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]]. | |lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[στραβός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη [[γωνία]] ανοιχτή [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ηθικά διεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]) και [[επίθημα]] -<i>μβος</i> (<b>πρβλ.</b> τις συγγενείς σημασιολογικά λ. <i>κλα</i>-<i>μβός</i>, <i>κρά</i>-<i>μβος</i>). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[σκάζω]] (Ι) «[[χωλαίνω]]» ή με το ρ. [[κάμπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A crooked, bent, σ. ξύλον οὐδέποτ' ὀρθόν 'there's no straightening a crooked billet', Macar.7.69; of a cow's horns, dub. rest. in PBaden 19.5 (ii A.D.); esp. bent asunder, bow, of the legs, opp. βλαισός, Gp.19.2.1 (Comp.), cf. Gal.14.793, Hippiatr.102: metaph., καρδία σ. LXX Ps.100(101).3.
German (Pape)
[Seite 888] krumm, gebogen, bes. aus einander gebogen, von den Beinen, das lat. varus, Geop. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβός: -ή, -όν, στραβός, κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. ξύλον οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· μάλιστα δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ βλαισός, Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει σκαμβάλυξ = σκαμβός, σκαμβάς = πόρνη, σκαμβυξ = σκόλοψ, χάραξ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
1. κυρτός, στραβός
2. (ιδίως για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη γωνία ανοιχτή προς τα μέσα, ραιβός
3. μτφ. ηθικά διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω) και επίθημα -μβος (πρβλ. τις συγγενείς σημασιολογικά λ. κλα-μβός, κρά-μβος). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. σκάζω (Ι) «χωλαίνω» ή με το ρ. κάμπτω.