σπινθηρίζω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire jaillir des étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]]. | |btext=faire jaillir des étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[σπινθήρ]](<i>ας</i>)]<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] σπινθήρες, [[σπινθηροβολώ]]<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] φωτεινές ακτίνες, [[ακτινοβολώ]], [[φεγγοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[σπιθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπινθηρίζον [[πνεύμα]]» — [[πνεύμα]] που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] την [[εκπομπή]] σπινθήρων, [[κάνω]] [[κάτι]] να σπιθοβολεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
A emit sparks, Thphr.HP3.8.7. II cause the emission of sparks, Id.Sign.19, Plu.2.893d.
German (Pape)
[Seite 922] Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθηρίζω: ἐκπέμπω σπινθῆρας, σπιθοβολῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7, π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 19· οὕτω σπινθηριάω, Θεόδ. Πρόδρ.· σπινθηρακίζω, Νικήτ. Χρον. 17D. ΙΙ. προξενῶ τὴν ἐκπομπὴν σπινθήρων, Πλούτ. 2. 893C.
French (Bailly abrégé)
faire jaillir des étincelles.
Étymologie: σπινθήρ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπινθήρ(ας)]
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
νεοελλ.
1. (για κρασί) σπιθίζω
2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» — πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό
αρχ.
προκαλώ την εκπομπή σπινθήρων, κάνω κάτι να σπιθοβολεί.