συμβουλία: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(SL_2) |
(39) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[συμβουλία]] <br /> <b>1</b> [[advice]] τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν [[λαβών]] fr. 2. 3. | |sltr=[[συμβουλία]] <br /> <b>1</b> [[advice]] τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν [[λαβών]] fr. 2. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συμβουλεία]] και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ [[σύμβουλος]] / [[συμβουλεύω]]<br />[[σύσκεψη]], [[ανταλλαγή]] απόψεων και υποδείξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]] για [[δημόσια]] πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ [[συμβουλία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησμός]]<br /><b>3.</b> [[παράγγελμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A advice or counsel given, esp. in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Arist.Pol.1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc. II counsel, consultation, λαβεῖν τινα εἰς σ. Men.Mon.355. III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλία: ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, μάλιστα περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. σύσκεψις, λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. συμβουλή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.
English (Slater)
συμβουλία
1 advice τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.
Greek Monolingual
και συμβουλεία και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ σύμβουλος / συμβουλεύω
σύσκεψη, ανταλλαγή απόψεων και υποδείξεων
αρχ.
1. συμβουλή για δημόσια πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ συμβουλία», Αριστοτ.)
2. χρησμός
3. παράγγελμα.