σύμπλεος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout plein de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέος]].
|btext=ος, ον :<br />tout plein de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέος]].
}}
{{grml
|mltxt=-έα, -ον και αττ. τ. [[σύμπλεως]], -ων, Α<br />ο εντελώς [[γεμάτος]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[περίπλεος]] / -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεος Medium diacritics: σύμπλεος Low diacritics: σύμπλεος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: sýmpleos Transliteration B: sympleos Transliteration C: sympleos Beta Code: su/mpleos

English (LSJ)

a, ον,

   A quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.

Greek Monolingual

-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].