συκάζω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> cueillir des figues;<br /><b>2</b> tâter, explorer <i>(comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal.</i> peloter.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
|btext=<b>1</b> cueillir des figues;<br /><b>2</b> tâter, explorer <i>(comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal.</i> peloter.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σῡκον]]<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] ώριμα σύκα<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> (σε ερωτική [[επαφή]]) [[τρίβω]] [[ελαφρά]] και [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το [[μάζεμα]] τών σύκων από τις συκιές (<b>[[Πολυδ]].</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σῡκον]]<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] ώριμα σύκα<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> (σε ερωτική [[επαφή]]) [[τρίβω]] [[ελαφρά]] και [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το [[μάζεμα]] τών σύκων από τις συκιές (<b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=Α [[σῡκον]]<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] ώριμα σύκα<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> (σε ερωτική [[επαφή]]) [[τρίβω]] [[ελαφρά]] και [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το [[μάζεμα]] τών σύκων από τις συκιές (<b>[[Πολυδ]].</b>).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκάζω Medium diacritics: συκάζω Low diacritics: συκάζω Capitals: ΣΥΚΑΖΩ
Transliteration A: sykázō Transliteration B: sykazō Transliteration C: sykazo Beta Code: suka/zw

English (LSJ)

(συκῆ)

   A gather or pluck ripe figs, Ar.Av.1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα σ. X.Oec.19.19; σ. ἀπὸ δένδρων D.C.56.30; σ. τὰς συκᾶς gather figs from the figtrees, Poll.1.226.    II scrutinize, Aristaenet.1.22, Hsch.: hence sens. obsc., Stratt.3. Cf. συκοφαντέω 11.

German (Pape)

[Seite 973] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = συκίζω. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = συκοφαντέω, Ar. Av. 1699, nach Schol.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκάζω: (συκῆ) συλλέγω, δρέπω ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. συκοφαντέω, πρβλ. συκαστής), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, ἐξετάζω, Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. συκοφαντέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1 cueillir des figues;
2 tâter, explorer (comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal. peloter.
Étymologie: συκῆ.

Greek Monolingual

Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).

Greek Monolingual

Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).