συναγορεύω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συναγορεύσω, <i>ao.2</i> [[συνεῖπον]], <i>pf.</i> [[συνείρηκα]];<br />parler d’accord avec :<br /><b>1</b> soutenir l’opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn <i>ou</i> de qch ; [[τι]] pour qch ; τινί [[τι]] soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. <i>ou</i> avec [[ὡς]] : soutenir l’avis que <i>ou</i> de;<br /><b>2</b> prendre la défense de ; <i>Pass.</i> être défendu <i>ou</i> soutenu par qqn;<br /><b>3</b> aider à dire, tomber d’accord, attester.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγορεύω]]. | |btext=<i>f.</i> συναγορεύσω, <i>ao.2</i> [[συνεῖπον]], <i>pf.</i> [[συνείρηκα]];<br />parler d’accord avec :<br /><b>1</b> soutenir l’opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn <i>ou</i> de qch ; [[τι]] pour qch ; τινί [[τι]] soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. <i>ou</i> avec [[ὡς]] : soutenir l’avis que <i>ou</i> de;<br /><b>2</b> prendre la défense de ; <i>Pass.</i> être défendu <i>ou</i> soutenu par qqn;<br /><b>3</b> aider à dire, tomber d’accord, attester.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγορεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αγορεύω]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]] να γίνει [[κάτι]] («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]] («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]] «[[μιλώ]], [[εκφωνώ]] λόγο»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αγορεύω]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]] να γίνει [[κάτι]] («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]] («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]] «[[μιλώ]], [[εκφωνώ]] λόγο»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αγορεύω]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνώ]] να γίνει [[κάτι]] («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]] («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]] «[[μιλώ]], [[εκφωνώ]] λόγο»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
(the fut. in use being συνερῶ (v. συνερέω), aor. συνεῖπον (q.v.), pf. συνείρηκα):—
A advocate a course of action jointly with, ὁ Εὐρυμέδων αὐτῷ ταῦτα ξ. Th.7.49, cf. 6.6, 8.84, Lys.12.25, X.Cyr.2.2.21, 2.3.16, Plu.Fab.18, etc.: c. inf., σ. στρατιὰν ποιεῖν X.HG5.2.20; folld. by ὡς Χρεὼν εἴη . ., Id.Cyr.6.2.24:—Pass., τὸ συναγορευόμενον the course advocated, Plu.2.841f; ἡ συναγορευομένη is dub.l. in PStrassb.41.23 (iii A.D.). 2 c. dat. rei, Ῥοδίων σ. τῇ σωτηρίᾳ D.15.15; σ. νόμῳ Arist.Rh.Al.1424b16; τῇ συμμαχίᾳ ib.35; ταῖς ἐπιθυμίαις Isoc.5.3; σ. τοῖς λεγομένοις agree or assent to, Id.4.139; τοῖς κακῶς εἰρημένοις Gal.16.516, cf. 589, al.
German (Pape)
[Seite 996] mit Einem sprechen, mit für Etwas sprechen, übereinstimmen, es billigen; Thuc. 7, 49 u. öfter; Xen. Cyr. 2, 2, 20 u. öfter, τοῖς ὑπ' ἐμοῦ λεγομένοις,, Isocr. 4, 139, ταῖς ἐπιθυμίαις ἡμῶν, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγορεύω: (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. συνεῖπον, πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ ἀγορεύω, συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύω, τινί, ἀντίθετ. τῷ ἀντιλέγω, Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, ὑποστηρίζω, ὑπερασπίζω τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ ὑπὲρ ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., σ. τινὸς σωτηρία Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ αὐτόθι 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
French (Bailly abrégé)
f. συναγορεύσω, ao.2 συνεῖπον, pf. συνείρηκα;
parler d’accord avec :
1 soutenir l’opinion de, parler en faveur de : τινι de qqn ou de qch ; τι pour qch ; τινί τι soutenir une opinion avec qqn ; avec un inf. ou avec ὡς : soutenir l’avis que ou de;
2 prendre la défense de ; Pass. être défendu ou soutenu par qqn;
3 aider à dire, tomber d’accord, attester.
Étymologie: σύν, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
Α
1. αγορεύω από κοινού με κάποιον
2. συμβουλεύω να γίνει κάτι
3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.)
4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.)
5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγορεύω «μιλώ, εκφωνώ λόγο»].
Greek Monolingual
Α
1. αγορεύω από κοινού με κάποιον
2. συμβουλεύω να γίνει κάτι
3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.)
4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.)
5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς εἰρημένοις», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγορεύω «μιλώ, εκφωνώ λόγο»].