τορνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6_15)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τόρνος]], τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.
|lstext='''τορνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τόρνος]], τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μικρός]] [[τόρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνίσκος Medium diacritics: τορνίσκος Low diacritics: τορνίσκος Capitals: ΤΟΡΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: tornískos Transliteration B: torniskos Transliteration C: torniskos Beta Code: torni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μικρός τόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].