ὑποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποσκάπτω]] ΝΑ, και [[υποσκάβω]] Ν [[σκάπτω]]<br />[[σκάβω]] [[αποκάτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[υπονομεύω]]<br /><b>2.</b> [[κλονίζω]], [[φθείρω]] [[κάτι]] με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα [[μέσα]] για να υποσκάψει την [[θέση]] του συναδέλφου του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] και επιφανειακά<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, [[καθώς]] [[βαδίζω]].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκάπτω Medium diacritics: ὑποσκάπτω Low diacritics: υποσκάπτω Capitals: ΥΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: hyposkáptō Transliteration B: hyposkaptō Transliteration C: yposkapto Beta Code: u(poska/ptw

English (LSJ)

   A dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.

Greek Monolingual

ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.