φυστή: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[μᾶζα]];<br />sorte de pain <i>ou</i> de gâteau fait d’un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φῦσα]] « galette soufflée ». | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[μᾶζα]];<br />sorte de pain <i>ou</i> de gâteau fait d’un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φῦσα]] « galette soufflée ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φύστη]] και φυστῆ, ἡ, Α<br />(ενν. [[μάζα]]) [[είδος]] [[ελαφρά]] ζυμωμένου εδέσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>φυστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλαστή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. μᾶζα), ἡ, Att. name for a kind of
A light pastry or puff, Chionid.7, AP7.736 (Leon.): in full, φ. μᾶζα Ar.V.610 (anap.), Harmod.1, cf. Ath.3.114f (accented φυστῆ by Moer.p.384 P.: heterocl. pl. φύστα, τά, EM803.1).
German (Pape)
[Seite 1319] oder φύστη, ἡ, sc. μᾶζα, eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür φύραμα gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ εὐάλφιτος Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ ἄγαν τετριμμένη Ath. III, 114 f.
Greek (Liddell-Scott)
φυστή: (ἐξυπακ. μᾶζα), ἡ, Ἀττ. ὄνομα εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ φύραμα ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ μᾶζα Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο φύραμα. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. μᾶζα;
sorte de pain ou de gâteau fait d’un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.
Étymologie: DELG φῦσα « galette soufflée ».
Greek Monolingual
και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α
(ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. φυστός < φῦσα + κατάλ. -τός (πρβλ. πλαστή)].