φιλαλήθεια: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(a) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, Wahrheitsliebe (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] ἡ, Wahrheitsliebe (?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.