τύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet modelé (vase, urne);<br /><b>2</b> impression sur les sens.<br />'''Étymologie:''' [[τυπόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet modelé (vase, urne);<br /><b>2</b> impression sur les sens.<br />'''Étymologie:''' [[τυπόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, το, ΝΜΑ [[τυπῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυπώνω]], [[εκτύπωση]] («δεν άρχισε [[ακόμη]] το [[τύπωμα]] του βιβλίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποτύπωμα]] («[[τύπωμα]] χαλκόπλευρον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μορφή]], [[σχήμα]] («[[τύπωμα]] μορφής», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτό που εντυπώνεται στα αισθητήρια ή στον νου («[[φάντασμα]] καὶ [[τύπωμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[απόφανση]] Ρωμαίου αυτοκράτορα ή πάπα σχετικά με νομική ή θρησκευτική [[αμφισβήτηση]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπωμα Medium diacritics: τύπωμα Low diacritics: τύπωμα Capitals: ΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: týpōma Transliteration B: typōma Transliteration C: typoma Beta Code: tu/pwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is formed or moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, S.El.54; figure, outling, μορφῆς τ. E.Ph.162.    2 seal-impression, Anon. in Gött.Nachr.1922.35 (cf. 40): hence,    b impression received in perception, = φάντασμα, Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1163] τό, das Geformte, Gebildete, Abgebildete; χαλκόπλευρον, ein aus Kupfer geformter Aschenkrug, Soph. El. 54; μορφῆς, Eur. Phoen. 165; ein Eindruck auf die Sinne, Plut. adv. Col. 25.

Greek (Liddell-Scott)

τύπωμα: [ῠ], τό, (τυπόω) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· σχῆμα, σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. ἐντύπωσις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet modelé (vase, urne);
2 impression sur les sens.
Étymologie: τυπόω.

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα του βιβλίου»)
αρχ.
1. αποτύπωματύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.)
2. μορφή, σχήματύπωμα μορφής», Ευρ.)
3. αυτό που εντυπώνεται στα αισθητήρια ή στον νου («φάντασμα καὶ τύπωμα», Πλούτ.)
4. απόφανση Ρωμαίου αυτοκράτορα ή πάπα σχετικά με νομική ή θρησκευτική αμφισβήτηση.