Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετρώβολος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vaut, qui pèse 4 oboles.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ὀβολός]].
|btext=ος, ον :<br />qui vaut, qui pèse 4 oboles.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ὀβολός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ουδ. και [[τετραόβολον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανέρχεται σε [[τέσσερεις]] οβολούς («τὸ [[κεφάλαιον]] εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», <b>επιγρ.</b> Τήνου)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τετρώβολος]]<br />[[απλός]] [[στρατιώτης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[τετρώβολον]] και [[τετραόβολον]]<br />[[νόμισμα]] που είχε [[αξία]] τεσσάρων οβολών και αντιστοιχούσε [[προς]] τα δύο τρίτα της δραχμής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τετρωβόλου [[βίος]]» — ο [[στρατιωτικός]] [[βίος]], [[επειδή]] ο [[απλός]] [[στρατιώτης]] είχε [[μισθό]] τεσσάρων οβολών (<b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώβολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώβολος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώβολος Medium diacritics: τετρώβολος Low diacritics: τετρώβολος Capitals: ΤΕΤΡΩΒΟΛΟΣ
Transliteration A: tetrṓbolos Transliteration B: tetrōbolos Transliteration C: tetrovolos Beta Code: tetrw/bolos

English (LSJ)

ον,

   A of four obols, τόκος IG12(5).860.29 (Tenos).    II as Subst. τετρώβολον, τό, four-obol piece, τετρωβόλου τοῦτ' ἔστιν (as Kuster for τετρώβολον) Ar.Pax254, cf. Plb. 34.8.8, SIG982.15 (Pergam., ii B.C.), etc.; it was a soldier's daily pay, hence τετρωβόλου βίος a soldier's life, Paus.Gr.Fr.307; so in masc. -ώβολος, of a common soldier, Men.Pk.203.    2 τετρώβολον, τό, weight of four obols, Dsc.4.159, Gal.12.628, etc.

German (Pape)

[Seite 1100] vier Obolen schwer od. werth, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. τετρώβολον τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώβολος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀβολῶν ἀποτελούμενος, τόκος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. τετρώβολον, τό, νόμισμα ἔχον ἀξίαν τεσσάρων ὀβολῶν, τετρωβόλου ταῦτ’ ἔστιν (κατὰ τὸν Kuster ἀντὶ τετρώβολον τοῦτ’ ἔστι) Ἀριστοφ. Εἰρ. 254, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 1. 6, Πολύβ. 34. 8, 8, κλπ.· τὸ τετρώβολον ἦτο ὁ καθ’ ἡμέραν μισθὸς τοῦ στρατιώτου, ὅθεν τετρωβόλου βίος, στρατιώτου βίος, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1405. 29, πρβλ. τετρωβολίζω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut, qui pèse 4 oboles.
Étymologie: τέσσαρες, ὀβολός.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και τετραόβολον Α
1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου)
2. το αρσ. ως ουσ. τετρώβολος
απλός στρατιώτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και τετραόβολον
νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων οβολών και αντιστοιχούσε προς τα δύο τρίτα της δραχμής
4. φρ. «τετρωβόλου βίος» — ο στρατιωτικός βίος, επειδή ο απλός στρατιώτης είχε μισθό τεσσάρων οβολών (Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. πεντ-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].