τέλμα: Difference between revisions
(eksahir) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[lodo]] | |esgtx=[[lodo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[έλος]], [[βάλτος]], [[βούρκος]] (α. «ο [[κάμπος]] μετατράπηκε σε ένα τεράστιο [[τέλμα]]» β. «[[ὥσπερ]] περὶ [[τέλμα]] μύρμηκας ἤ βατράχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αδιέξοδο («η [[κατάσταση]] έχει περιέλθει σε [[τέλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιλύς]] που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού<br /><b>2.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («[[μετὰ]] δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] τών λίθων τειχώματος [[χώρος]], τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή [[λάσπη]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τέλματα</i><br />[[έκταση]] με χαμηλό [[υψόμετρο]], που υφίσταται [[συχνά]] πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν [[πρῶτα]] ἄρχεται πίμπλασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το σλαβ. <i>time</i> «[[έλος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A standing water, pond, marsh, swamp, Ar.Av. 1593, Pl.Phd.109b, X.Oec.20.11, Men.Epit.532, Thphr.HP1.4.2: pl., low lands subject to inundation, water-meads, Hdt.2.93, Thphr. Fr.174.1, Gal.6.709, 15.121, Jul.Mis.358a; mud at the edge of a riverbank, Ael.VH12.46. II mud used as mortar, τέλματι χρεώμενοι ἀσφάλτῳ Hdt.1.179; cf. τελμίς. 2 space pointed with mortar, between the courses of masonry, Procop.Aed.2.1.
German (Pape)
[Seite 1088] ατος, τό, das zusammengetretene, sich sammelnde, stehende Wasser, Pfütze, Sumpf; Ar. Av. 1593; ὥςπερ περὶ τέλμα βατράχους, Plat. Phaed. 109 b; τὰ κοῖλα πάντα τέλματα γίγνεται, Xen. Oec. 20, 11; Sp., wie Pol. 10, 14, 13; Phot. erkl. τόπος πηλώδης ὕδωρ ἔχων. Dah. das fruchtbare Marschland der Niederungen; auch Moor, Schlamm, Lehm, zu Mauern, Her. 1, 179. – Bei Sp. der Zwischenraum in den Fugen der Steine, der mit Mörtel ausgegossen wurde.
Greek (Liddell-Scott)
τέλμα: τό, ὡς καὶ νῦν, στάσιμον ὕδωρ, λιμνάζον ὕδωρ, ἕλος, «βάλτος», «βοῦρκος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1593, Πλάτ. Φαίδων 109Β, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 11· ἐν τῷ πληθ., χώρα χθαμαλὴ ὑποκειμένη εἰς πλήμμυραν, Ἡρόδ. 2. 93· ἡ ἰλὺς ἡ κατὰ τὴν ἄκραν τῆς ὄχθης ποταμοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 46. ΙΙ. ὁ πηλὸς λιμνάζοντος ὕδατος, ὁ πρὸς οἰκοδομὴν χρήσιμος πηλός, «λάσπη», τέλματι ἀσφάλτῳ χρῆσθαι Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. τελμίς. 2) ὁ χῶρος ὃν καταλαμβάνει ὁ πηλὸς μεταξὺ τῶν λίθων ἐν ταῖς οἰκοδομαῖς, Προκόπ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 eau stagnante, marais, endroit marécageux ; τὰ τέλματα basses terres exposées aux inondations;
2 boue, vase ; p. anal. ciment, mortier.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
έλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα»)
αρχ.
1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού
2. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («μετὰ δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», Ηρόδ.)
3. ο μεταξύ τών λίθων τειχώματος χώρος, τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή λάσπη
4. στον πληθ. τὰ τέλματα
έκταση με χαμηλό υψόμετρο, που υφίσταται συχνά πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη είναι η σύνδεση της λ. με το σλαβ. time «έλος»].