ὑπόλειψις: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_8)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόλειψις''': -εως, ἡ, [[ἔκλειψις]], [[ἔλλειψις]], [[γῆρας]] γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἔκλειψις]] ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν [[ὀπίσω]] εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., [[κίνησις]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πτολ.
|lstext='''ὑπόλειψις''': -εως, ἡ, [[ἔκλειψις]], [[ἔλλειψις]], [[γῆρας]] γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἔκλειψις]] ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν [[ὀπίσω]] εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., [[κίνησις]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πτολ.
}}
{{grml
|mltxt=-είψεως, ἡ, Α [[ὑπολείπω]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] («[[ὑπόλειψις]] τῶν ὀδόντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[καθυστέρηση]] στην [[ανάπτυξη]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> α) [[έκλειψη]] του Ηλίου<br />β) [[κίνηση]] [[προς]] τα ανατολικά [[κατά]] [[μήκος]] της εκλειπτικής.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλειψις Medium diacritics: ὑπόλειψις Low diacritics: υπόλειψις Capitals: ΥΠΟΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: hypóleipsis Transliteration B: hypoleipsis Transliteration C: ypoleipsis Beta Code: u(po/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33.    II falling behind, in growth, Thphr. CP5.1.11.    III Astron . . direct motion, i. e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H.    2 occultation, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.

Greek Monolingual

-είψεως, ἡ, Α ὑπολείπω
1. έλλειψηὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη
3. αστρον. α) έκλειψη του Ηλίου
β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος της εκλειπτικής.