Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ίυγξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰύζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>γξ</i>, -<i>γγος</i> το οποίο εμφανίζεται [[συχνά]] σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πῶυ</i>-<i>γξ</i>, <i>σάλπι</i>-<i>γξ</i>)].
|mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰύζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>γξ</i>, -<i>γγος</i> το οποίο εμφανίζεται [[συχνά]] σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. <i>πῶυ</i>-<i>γξ</i>, <i>σάλπι</i>-<i>γξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυ-γξ, σάλπι-γξ)].