Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αρουραίος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ποντικός]] των αγρών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πονηρός]], [[ποταπός]] («οι αρουραίοι της πολιτικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> (για λίθο) ο [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρουρα]]. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως [[επίθετο]] για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («[[αρουραίος]] μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μυς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ποντικός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i> ή [[πόντος]]) <i>μυς</i>].
|mltxt=ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ποντικός]] των αγρών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πονηρός]], [[ποταπός]] («οι αρουραίοι της πολιτικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> (για λίθο) ο [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρουρα]]. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως [[επίθετο]] για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («[[αρουραίος]] μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μυς</i> (πρβλ. και [[ποντικός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i> ή [[πόντος]]) <i>μυς</i>].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ποντικός των αγρών
2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)
αρχ.
1. ο αγροτικός
2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].