αργυρός: Difference between revisions
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -ᾱ, -οῡν, A κ. [[ἀργύρεος]], -η, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] και στη [[λάμψη]] με τον άργυρο<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[προσφιλής]], [[αγαπητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργυρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αργυρούς</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] ( | |mltxt=-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -ᾱ, -οῡν, A κ. [[ἀργύρεος]], -η, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] και στη [[λάμψη]] με τον άργυρο<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[προσφιλής]], [[αγαπητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργυρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αργυρούς</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] (πρβλ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσούς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -ᾱ, -οῡν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].