ἀγησίλαος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit le peuple, les troupes, chef du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]], [[λαός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit le peuple, les troupes, chef du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]], [[λαός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγησίλᾱος:''' [ᾱγ], -ου, ὁ, [[αρχηγός]], [[οδηγός]] του λαού, [[οδηγός]] των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και [[ἡγησίλεως]] και ἀγεσίλας, <i>-α</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγησίλᾱος Medium diacritics: ἀγησίλαος Low diacritics: αγησίλαος Capitals: ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ
Transliteration A: agēsílaos Transliteration B: agēsilaos Transliteration C: agisilaos Beta Code: a)ghsi/laos

English (LSJ)

[ᾱγ], ον, ὁ,

   A leader of the people, epith. of Hades, A.Fr. 406; Ion. ἡγησίλεως AP7.545 (Hegesipp.); Ep. ἡγεσίλαος Nic.Fr. 74.72; poet. also ἀγεσίλας, α, Call.Lav.Pall.130, Epigr.Gr.195 (Oaxos):—the form ἀγεσίλαος, cited in EM8.32 (misquoting Call. Lav.Pall. l.c.), etc., is corrupt.    II pr. n., esp. of the well-known Spartan king, Ἀγησίλαος X.HG3.3.4, etc.; Ἠγησίλεως Id.Vect.3.7, D.19.290, cf. Hdt.7.204, 8.131; Ἀγησίλας, α, Paus.8.18.8.

German (Pape)

[Seite 13] = ἀγεσίλαος, Aesch. frg. 451.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], ου, ὁ, ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπίθ. τοῦ Ἅδου (Πλούτωνος), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 319, ἡγησίλεως, ’Ανθ. Π, 7. 545· Ἐπ. ἡγησίλαος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, ποιητ. ὡσαύτως ἀγεσίλας, α, Καλλ. Λουτρ. Παλλ 130, Ανθ. Π. παράρτ. 235· ὁ τύπος ἀγεσίλαος εὑρισκόμενος ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ., Ζωναρ. κτλ. εἶναι ἀμφίβολος. 2) ὡς κύρ. ὄνομ., ἰδίᾳ τοῦ γνωστοῦ Σπαρτιάτου βασιλέως Ἀγησιλάου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, κτλ. Ἀλλὰ Ἡγησίλεως, ὁ αὐτ. Πόρ. 3 7. Δημ. 434. 14, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 204., 8. 131, 2· Ἀγησίλας, α, Παυσ. 8. 18, 8· ποιητ. Ἀγεσίλας Κριτίας παρὰ Πλουτ. Κίμ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ 2599· Ἀγεισίλας, Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Leake’s Northem Gr ἀρ. 37., πρβλ. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 182, ἐξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui conduit le peuple, les troupes, chef du peuple.
Étymologie: ἄγω, λαός.

Greek Monotonic

ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], -ου, ὁ, αρχηγός, οδηγός του λαού, οδηγός των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και ἡγησίλεως και ἀγεσίλας, , σε Ανθ.