αἰπεινός: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(big3_2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.<i>C</i>.1.482]<br /><b class="num">1</b> [[alto]], [[elevado]] κάρηνα <i>Il</i>.2.869, 20.58, <i>Od</i>.6.123, [[αἰθήρ]] B.9.34, [[ἄκρια]] A.R.1.520<br /><b class="num">•</b>de una isla [[escarpada]] Κερωσσός A.R.4.573<br /><b class="num">•</b>fig. σοφία Pi.<i>O</i>.9.108.<br /><b class="num">2</b> [[situado en un alto]], [[construido en el monte]] de ciudades Ἴλιον <i>Il</i>.9.419, cf. 13.773, Καλυδών <i>Il</i>.13.217, 14.116, Κνίδος <i>h.Ap</i>.43, cf. <i>h.Hom</i>.34.2, A.<i>Fr</i>.284, S.<i>Tr</i>.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος <i>IPr</i>.268c.4 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.<i>Io</i> 739, σταθμοί Pi.<i>P</i>.4.76.<br /><b class="num">3</b> fig. [[imprudente]] λόγοι Pi.<i>N</i>.5.32.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.<i>C</i>.1.482]<br /><b class="num">1</b> [[alto]], [[elevado]] κάρηνα <i>Il</i>.2.869, 20.58, <i>Od</i>.6.123, [[αἰθήρ]] B.9.34, [[ἄκρια]] A.R.1.520<br /><b class="num">•</b>de una isla [[escarpada]] Κερωσσός A.R.4.573<br /><b class="num">•</b>fig. σοφία Pi.<i>O</i>.9.108.<br /><b class="num">2</b> [[situado en un alto]], [[construido en el monte]] de ciudades Ἴλιον <i>Il</i>.9.419, cf. 13.773, Καλυδών <i>Il</i>.13.217, 14.116, Κνίδος <i>h.Ap</i>.43, cf. <i>h.Hom</i>.34.2, A.<i>Fr</i>.284, S.<i>Tr</i>.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος <i>IPr</i>.268c.4 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.<i>Io</i> 739, σταθμοί Pi.<i>P</i>.4.76.<br /><b class="num">3</b> fig. [[imprudente]] λόγοι Pi.<i>N</i>.5.32.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰπεινός:''' -ή, -όν ([[αἰπύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[καμωμένος]] βιαστικά, [[βιαστικός]], [[απερίσκεπτος]] — <i>αἰπεινοὶ λόγοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπεινός Medium diacritics: αἰπεινός Low diacritics: αιπεινός Capitals: ΑΙΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: aipeinós Transliteration B: aipeinos Transliteration C: aipeinos Beta Code: ai)peino/s

English (LSJ)

ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj.

   A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123.    II metaph.,    1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32.    2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.

English (Autenrieth)

(εσσα), αἰπός: see αἰπύς.

English (Slater)

αἰπεινός
   1 steep
   a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
   b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.

Greek Monotonic

αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτοςαἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.