ἀκκίζομαι: Difference between revisions
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀκκίζομαι]])<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ερωτική [[πολιορκία]]) [[προσποιούμαι]] πως δεν [[θέλω]] [[κάτι]], ενώ στην [[πραγματικότητα]] το [[επιθυμώ]], «[[κάνω]] νάζια»<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ξέρω]] [[κάτι]], «[[κάνω]]» πως δεν [[ξέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκκὼ</i>(-<i>οῦς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκκισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκκιστικός]]. | |mltxt=(Α [[ἀκκίζομαι]])<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ερωτική [[πολιορκία]]) [[προσποιούμαι]] πως δεν [[θέλω]] [[κάτι]], ενώ στην [[πραγματικότητα]] το [[επιθυμώ]], «[[κάνω]] νάζια»<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ξέρω]] [[κάτι]], «[[κάνω]]» πως δεν [[ξέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκκὼ</i>(-<i>οῦς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκκισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκκιστικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκκίζομαι:''' αποθ. ([[ἀκκώ]]), [[προσποιούμαι]] [[αδιαφορία]] ή [[σεμνότητα]], [[υποκρίνομαι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Dep. (Act. only Ael.Ep.9), fut.
A ἀκκιοῦμαι Men.Epit. 309:—affect indifference, Pi.Fr.203 (cj.). 2 affect ignorance, dissemble, οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει Pl.Grg.497a, Cic.Att.2.19.5, Luc Merc. Cond.14, Jul.Or.7.223b; τὰ κοινὰ ταυτὶ ἀκκιοῦμαι I will dissemble and talk commonplaces, Men. l.c. 3 esp. of women, to be prudish, affect to be shocked, Philippid.5, cf. Ael. l.c., Alciphr.1.39.
German (Pape)
[Seite 73] (ἀκκώ), sich verstellen, sich stellen, als ob man etwas nicht wolle, was man doch sehnlich wünscht, bes. von Frauen: sich zieren, spröde thun, bei Philippid. com. Athen. IX, 384 f; VLL. θρύπτεται, προσποιεῖται, γυναικίζεται; vgl. Luc. merc. cond. 14; Plut. Symp. 1, 4; Cic. Att. 2, 19. Bei Plat. Gorg. 497 a sich dumm stellen, vgl. Schol. u. N. pr. Ἀκκώ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκίζομαι: ἀποθ. (ἀκκώ), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, κυρίως ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων δῆθεν, τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε ἀκκισμός. 2) καθόλου, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, οἶσθα, ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.
English (Slater)
ἀκκίζομαι
1 affect to be shocked ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀκίζω Sch.A.Eu.206 (p.213)
• Morfología: [fut. contr. ἀκκιοῦμαι Men.Epit.350]
1 afectar indiferencia ἄνδρες ἀκκιζόμενοι Pi.Fr.203
•hacerse el desentendido οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζῃ Pl.Grg.497a, cf. Cic.Att.39.5, Luc.Merc.Cond.14, Chrys.M.62.538.
2 hacer como que se escandaliza, aparentar gazmoñería ἀκκίζονται καὶ θρύπτουσιν ἑαυτάς Ael.Ep.9, τὰ κοινὰ ταυτὶ δ' ἀκκιοῦμαι τῷ λόγῳ Men.l.c., cf. Plu.2.620b
•mismo sent. en act., Sch.A.l.c.
• Etimología: Cf. Ἀκκώ.
Greek Monolingual
(Α ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.
Greek Monotonic
ἀκκίζομαι: αποθ. (ἀκκώ), προσποιούμαι αδιαφορία ή σεμνότητα, υποκρίνομαι, σε Πλάτ.