ἀκροβελής: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροβελής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που έχει μυτερό [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]].
|mltxt=[[ἀκροβελής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που έχει μυτερό [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβελής:''' -ές ([[βέλος]]), με [[οξεία]] [[αιχμή]] στο [[τελείωμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβελής Medium diacritics: ἀκροβελής Low diacritics: ακροβελής Capitals: ΑΚΡΟΒΕΛΗΣ
Transliteration A: akrobelḗs Transliteration B: akrobelēs Transliteration C: akrovelis Beta Code: a)krobelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with point at end, AP6.62 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.

Spanish (DGE)

-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.

Greek Monotonic

ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.