ἀμυχή: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμυχή]])<br />επιπόλαιο [[τραύμα]] του δέρματος, [[σχίσιμο]], [[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ιατρ.</b> [[εγχάραξη]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]], [[ίχνος]] από στραγγαλισμό<br /><b>3.</b> το ξέσχισμα τών ρούχων ως [[σημείο]] πένθους (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἄμυξις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυχηδόν]], <i>ἀμυχής</i>, [[ἀμυχιαῖος]], [[ἀμυχώδης]]. | |mltxt=η (Α [[ἀμυχή]])<br />επιπόλαιο [[τραύμα]] του δέρματος, [[σχίσιμο]], [[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ιατρ.</b> [[εγχάραξη]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]], [[ίχνος]] από στραγγαλισμό<br /><b>3.</b> το ξέσχισμα τών ρούχων ως [[σημείο]] πένθους (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἄμυξις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυχηδόν]], <i>ἀμυχής</i>, [[ἀμυχιαῖος]], [[ἀμυχώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμῠχή:''' ἡ ([[ἀμύσσω]]), [[γρατσουνιά]], [[γδάρσιμο]], [[τραύμα]] στο [[δέρμα]], σε Δημ.· ως [[ένδειξη]] θλίψης, <i>ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἀμύσσω)
A scratch, skin-wound, Hp.Epid.7.32; ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn.Com.3; of marks of strangling, D.47.59. 2 Medic., scarification, Antyll. ap. Orib.7.18.3, Gal.10.964. II = ἄμυξις, in sign of sorrow, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plu.Sol. 21. III metaph., ἀ. καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iamb.VP33.231.
German (Pape)
[Seite 133] ή (ἀμύσσω), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῠχή: ἡ, (ἀμύσσω) «τσουγγρανιά», τραῦμα τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - ἐγχάραξις, ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = ἄμυξις, εἰς σημεῖον πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 égratignure, déchirure;
2 lacération, meurtrissure.
Étymologie: ἀμύσσω.
Spanish (DGE)
(ἀμῠχή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1rasguño, arañazo Hp.Epid.7.32, Phryn.Com.3, E.Fr.925aSn., Luc.Symp.20, Plu.Demetr.21, D.S.17.103, POxy.52.16 (IV a.C.), Sch.D.T.139.27
•fig. ἀμυχάς τε καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iambl.VP 231
•medic. escara Hp.Int.32, Antyll. en Orib.7.18.3, Gal.10.964
•marca, señal, de estrangulamiento en la piel, D.47.59.
2 hendidura ἀλλ' ἓν ὀστέον συνεχὲς ἦν ἄνωθεν, οἶον λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένον τῶν ὀδόντων Plu.Pyrrh.3, ὥσπερ αἱ μυῖαι τῶν λείων τόπων ... ἀπολισθάνουσι ταῖς δὲ τραχύτησι προσέχονται καὶ ταῖς ἀ. Plu.2.473e.
II acción de arañarse, desgarramiento en señal de duelo ἀμυχὰς δὲ κοπτομένων ... ἀφεῖλεν Plu.Sol.21.
Greek Monolingual
η (Α ἀμυχή)
επιπόλαιο τραύμα του δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα
αρχ.
1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή
2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό
3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν, ἀμυχής, ἀμυχιαῖος, ἀμυχώδης.
Greek Monotonic
ἀμῠχή: ἡ (ἀμύσσω), γρατσουνιά, γδάρσιμο, τραύμα στο δέρμα, σε Δημ.· ως ένδειξη θλίψης, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν, σε Πλούτ.