ἀνασταδόν: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀνασταδὸν (Α) [[ανίστημι]]<br />το να στέκεται [[κανείς]] όρθια, όρθιος. | |mltxt=ἀνασταδὸν (Α) [[ανίστημι]]<br />το να στέκεται [[κανείς]] όρθια, όρθιος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναστᾰδόν:''' επίρρ. ([[ἀνίστημι]]), σε όρθια [[θέση]], κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἀνίστημι)
A standing up, Il.9.671, 23.469.
German (Pape)
[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.
Greek Monolingual
ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.
Greek Monotonic
ἀναστᾰδόν: επίρρ. (ἀνίστημι), σε όρθια θέση, κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ.