ἀνάκανθος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάκανθος]]) [[ἄκανθα]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] σπονδυλική [[στήλη]], [[ραχοκοκαλιά]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει αγκάθια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανάκανθος]]<br />[[είδος]] ψαριού. | |mltxt=-ον (Α [[ἀνάκανθος]]) [[ἄκανθα]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] σπονδυλική [[στήλη]], [[ραχοκοκαλιά]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει αγκάθια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανάκανθος]]<br />[[είδος]] ψαριού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάκανθος:''' -ον ([[ἄκανθα]]), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without a spine, of certain fish, Hdt.4.53; κοχλίας Aenigm. ap. Ath.2.63b. 2 of plants, without thorns, Thphr.HP 3.12.9.
German (Pape)
[Seite 191] ohne Dorn; ohne Rückgrat u. Gräten, Her. 4, 53; Ath. II, 63 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκανθος: -ον, ἄνευ ἀκανθής (ῥαχοκοκκάλου), οὕτως ὀνομάζεται ὁ ἀντακαῖος, ἰχθὺς μέγας ζῶν ἐν τῷ Βορυσθένει ποταμῷ καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 53. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἄνευ ἀκανθῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 12, 9, «ἀνάκανθα ῥόδα» Κ. Μανασσ. Χρον. 202.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans arête.
Étymologie: ἀ, ἄκανθα.
Spanish (DGE)
-ον
no espinoso, sin espinasde cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.HP 3.12.9.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα
1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια
3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθος
είδος ψαριού.
Greek Monotonic
ἀνάκανθος: -ον (ἄκανθα), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.