ἀνέγγυος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέγγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μη εξασφαλισμένος με [[εγγύηση]], [[ανεγγύητος]], [[αβέβαιος]]<br /><b>2.</b> [[αφερέγγυος]]<br /><b>3.</b> (για [[παιδί]]) μη νόμιμο, νόθο<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]] «[[εγγύηση]]»]. | |mltxt=[[ἀνέγγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μη εξασφαλισμένος με [[εγγύηση]], [[ανεγγύητος]], [[αβέβαιος]]<br /><b>2.</b> [[αφερέγγυος]]<br /><b>3.</b> (για [[παιδί]]) μη νόμιμο, νόθο<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]] «[[εγγύηση]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]), αυτός που δεν έχει [[εγγύηση]], σε Πλάτ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[άγαμος]], ανύπανδρη, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.
German (Pape)
[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans caution, sans garantie, d’où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: ἀ, ἔγγυος.
Spanish (DGE)
-ον
I que no ofrece garantías o seguridad ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος Anacr.193.3, ἀνέγγυοι γάμοι bodas en las que no se ha ofrecido dote E.Fr.2 incertae sedis M.
II 1ilegítimo ἀνέγγυον ... παῖδα Pl.R.461b
•fuera del matrimonio ἀνεγγύους ἐποίησαν ... τὰς ... μίξεις D.H.2.24, cf. Plu.2.249d.
2 de una mujer sin desposar ἀνέγγυοι θυγατέρες Plu.Rom.35, cf. Caes.14, D.C.59.12.1, Nonn.D.6.106.
Greek Monolingual
ἀνέγγυος, -ον (Α)
1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος
2. αφερέγγυος
3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο
4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγύη «εγγύηση»].
Greek Monotonic
ἀνέγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δεν έχει εγγύηση, σε Πλάτ.· λέγεται για γυναίκα, άγαμος, ανύπανδρη, σε Πλούτ.