θηροφόνος: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντο</i>-[[φόνος]], <i>φασσο</i>-[[φόνος]]. | |mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντο</i>-[[φόνος]], <i>φασσο</i>-[[φόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηροφόνος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.Th.320:—
A killing wild beasts, epith. of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά E.HF378 (lyr.); of Apollo, AP9.525.9; θεός, i.e. Hadrian, Pancrat.Oxy.1085.31; κύνες E.Hipp.216 (anap.). II θ., τό, v.l. for θηλυφόνον, Dsc.4.76.
German (Pape)
[Seite 1210] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.
Greek (Liddell-Scott)
θηροφόνος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, ἀκόνιτον, Διοσκ. 4. 77.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα
2. επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον
(διάφ. γρ. του θηλυφόνον)
αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντο-φόνος, φασσο-φόνος.
Greek Monotonic
θηροφόνος: -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.