Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐθελοντής: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εθελόντρια) (AM [[ἐθελοντής]]<br />Α και [[ἐθελοντήρ]]<br />θηλ. [[ἐθελοντίς]], η)<br />αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μίμων, δεικηλιστής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εθελοντής]] ανάγεται σε θ. <i>εθελοντ</i>- που απαντά στη μτχ. <i>εθέλων</i>, -<i>οντος</i><br />ο τ. [[εθελοντήρ]] (του οποίου μαρτυρείται η [[αιτιατική]] πληθυντικού <i>εθελοντήρας</i> μια [[φορά]] στον Όμηρο) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλητήρ]], [[μνηστήρ]])].
|mltxt=ο (θηλ. εθελόντρια) (AM [[ἐθελοντής]]<br />Α και [[ἐθελοντήρ]]<br />θηλ. [[ἐθελοντίς]], η)<br />αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μίμων, δεικηλιστής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εθελοντής]] ανάγεται σε θ. <i>εθελοντ</i>- που απαντά στη μτχ. <i>εθέλων</i>, -<i>οντος</i><br />ο τ. [[εθελοντήρ]] (του οποίου μαρτυρείται η [[αιτιατική]] πληθυντικού <i>εθελοντήρας</i> μια [[φορά]] στον Όμηρο) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλητήρ]], [[μνηστήρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελοντής:''' -οῦ, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελοντής Medium diacritics: ἐθελοντής Low diacritics: εθελοντής Capitals: ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ
Transliteration A: ethelontḗs Transliteration B: ethelontēs Transliteration C: ethelontis Beta Code: e)qelonth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by S.Aj.24), Hdt.5.104,110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as Adj.,

   A ἐ. φίλος X.An.1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99.    II = δεικηλιστής, Eust.884.27.

German (Pape)

[Seite 718] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, πεζὸς τύπος τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m;
c.
ἐθελοντήρ.
Étymologie: ἐθέλω.

Spanish (DGE)

-οῦ

• Alolema(s): θελοντής Hdt.6.92 (cód.)
1 que se ofrece voluntario, voluntario frec. en uso pred. por su propia voluntad, voluntariamente, de buen grado κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.Ai.24, cf. X.Mem.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί IG 13.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.An.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. IG 22.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.Fab.Incert.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.Insomn.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν ἄνθρωπος de Jesucristo, Cyr.Al.Apol.Thdt.3.30
esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν IG 13.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν ἄλλοι ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. IG 22.467.23 (IV a.C.)
subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς Ἀργείων ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.Mx.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.Fr.130, cf. Paus.1.32.6
ac. ἐθελοντήν como adv. voluntariamente, espontáneamente τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.Mem.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, D.S.1.67.
2 en rituales dionisíacos en Tebas voluntario, espontáneo, aficionado Ath.621f, Eust.884.27
en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados Arist.Po.1449b2.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής
Α και ἐθελοντήρ
θηλ. ἐθελοντίς, η)
αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι
νεοελλ.
αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό
αρχ.
είδος μίμων, δεικηλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντος
ο τ. εθελοντήρ (του οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].

Greek Monotonic

ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.