λεχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=λεχαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε [[φωλιά]] («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=λεχαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε [[φωλιά]] («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεχαῖος:''' -α, -ον ([[λέχος]]), αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], <i>[[τέκνα]] λεχαῖα</i>, νεοσσοί, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχαῖος Medium diacritics: λεχαῖος Low diacritics: λεχαίος Capitals: ΛΕΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lechaîos Transliteration B: lechaios Transliteration C: lechaios Beta Code: lexai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9.    II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).

German (Pape)

[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.

Greek (Liddell-Scott)

λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.

Greek Monolingual

λεχαῑος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.