περίσημος: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α<br />πολύ φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[γνωστός]] [[παντού]], [[διαβόητος]] («ὁ [[φόνος]] ἦν... περισαμότατος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>διά</i>-<i>σημος</i>]. | |mltxt=-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α<br />πολύ φημισμένος, [[περιώνυμος]], [[γνωστός]] [[παντού]], [[διαβόητος]] («ὁ [[φόνος]] ἦν... περισαμότατος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>διά</i>-<i>σημος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίσημος:''' Δωρ. -σᾱμος, -ον ([[σῆμα]]),· [[πολύ]] [[γνωστός]] ή [[σημαντικός]], Λατ. [[insignis]], σε Ευρ., Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα)
A very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très distingué ; très connu, célèbre.
Étymologie: περί, σῆμα.
Greek Monolingual
-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α
πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. διά-σημος].
Greek Monotonic
περίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ. insignis, σε Ευρ., Μόσχ.