ταμεσίχρως: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κόβει, που τραυματίζει το [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' <i>ταμεῖν</i> του ρ. [[τέμνω]], [[κατά]] τα σύνθ. του τύπου <i>τερψίμ</i>-<i>βροτος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»)].
|mltxt=-οος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κόβει, που τραυματίζει το [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' <i>ταμεῖν</i> του ρ. [[τέμνω]], [[κατά]] τα σύνθ. του τύπου <i>τερψίμ</i>-<i>βροτος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμεσίχρως Medium diacritics: ταμεσίχρως Low diacritics: ταμεσίχρως Capitals: ΤΑΜΕΣΙΧΡΩΣ
Transliteration A: tamesíchrōs Transliteration B: tamesichrōs Transliteration C: tamesichros Beta Code: tamesi/xrws

English (LSJ)

οος, ὁ, ἡ, (τάμνω)

   A cutting the skin, wounding, χαλκός, ἐγχεῖαι, Il.4.511, 13.340.

German (Pape)

[Seite 1065] οος, die Haut, den Leib schneidend, verwundend; ταμεσίχροα χαλκόν, Il. 4, 511. 23, 803; ἐγχείας ταμεσίχροας, 13, 340; sp. D., wie Paul. Sil. 40 (XI, 60).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμεσίχρως: οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) ὁ τέμνων τὸ δέρμα, τραυματίζων, χαλκός, ἐγχείη Ἰλ. Δ. 511, Ν. 340.

French (Bailly abrégé)

οος (ὁ, ἡ)
qui coupe la peau, qui déchire le corps.
Étymologie: ταμεῖν, χρώς.

English (Autenrieth)

οος (τάμνω, χρώς): cutting the skin, sharp-cutting. (Il.)

Greek Monolingual

-οος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' ταμεῖν του ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμ-βροτος (βλ. λ. τέρπω) + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)].

Greek Monotonic

τᾰμεσίχρως: ὁ, ἡ (τέμνω), αυτός που κόβει το δέρμα, που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.