πλοχμός: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-oῡ, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πλόκαμος]], [[πλεξίδα]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[πλοκάμι]] του χταποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλοκ</i>-<i>σμός</i> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>πλοκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>smo</i>-, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- (<b>πρβλ.</b> -<i>ιω</i>-<i>χμός</i>, <i>ρω</i>-<i>χμός</i>)]. | |mltxt=-oῡ, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πλόκαμος]], [[πλεξίδα]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[πλοκάμι]] του χταποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλοκ</i>-<i>σμός</i> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>πλοκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>smo</i>-, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- (<b>πρβλ.</b> -<i>ιω</i>-<i>χμός</i>, <i>ρω</i>-<i>χμός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλοχμός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[πλόκαμος]], [[συνήθως]] στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A like πλόκαμος, mostly in pl., locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39. II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.
Greek (Liddell-Scott)
πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.
English (Autenrieth)
=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.
Greek Monolingual
-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].
Greek Monotonic
πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.