κρώζω: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κρώζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα, την [[κουρούνα]] ή άλλα πτηνά) [[εκβάλλω]] κρωγμούς, [[φωνάζω]] κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] [[κορώνη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κραυγάζω]] με βραχνή [[φωνή]] («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άμαξα]]) [[τρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προϊόν ονοματοποιίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[κράζω]]), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>κρω</i>-) του ΙΕ τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -<i>g</i>- [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- / <i>kre</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα [[κράζω]], λατ. <i>crocio</i> «[[κρώζω]]», αρχ. σλαβ. <i>kraču</i>, <i>krakati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρώγμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρωκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επικρώζω]], [[κατακρώζω]], [[παρακρώζω]], [[περικρώζω]], [[υποκρώζω]]]. | |mltxt=(AM [[κρώζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα, την [[κουρούνα]] ή άλλα πτηνά) [[εκβάλλω]] κρωγμούς, [[φωνάζω]] κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] [[κορώνη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κραυγάζω]] με βραχνή [[φωνή]] («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άμαξα]]) [[τρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προϊόν ονοματοποιίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[κράζω]]), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>κρω</i>-) του ΙΕ τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -<i>g</i>- [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- / <i>kre</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα [[κράζω]], λατ. <i>crocio</i> «[[κρώζω]]», αρχ. σλαβ. <i>kraču</i>, <i>krakati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρώγμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρωκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επικρώζω]], [[κατακρώζω]], [[παρακρώζω]], [[περικρώζω]], [[υποκρώζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρώζω:''' μέλ. <i>κρώξω</i>, [[κράζω]] όπως το [[κοράκι]], [[κραυγάζω]], Λατ. crocitare, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· επίσης λέγεται για άλλα πουλιά όπως οι γερανοί, σε Αριστοφ.· λέγεται για νεαρές αλκυόνες, σε Λουκ.· λέγεται για [[άμαξα]], [[τρίζω]], [[γογγύζω]], σε Βάβρ. (ηχοποίητη [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. κρώζω, prop.
A croak, of the κορώνη, Hes.Op.747, cf. Ar. Av.2, 24, Arat.953, Luc.Asin.12, Poll.5.89; also of other birds, as cranes, Ar.Av.710; of young halcyons, Luc.VH2.40; also, of men, croak out, τι Ar.Lys.506, Pl.369; of a wagon, creak, groan, Babr.52.5. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1517] onomatopoetisch, vgl. κράζω, κλώζω, krächzen, schreien; von der Krähe, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρ υζα κορώνη Hes. O. 745; Ar. Av. 2; Arat. 953; von Schwänen, Luc. electr. 5; vom Eisvogel, V. H. 2, 40. – Uebertr., von Menschen, krähen, mit heiserer Stimme kreischen, krächzen, Ar. Lys. 506 Plut. 369.
Greek (Liddell-Scott)
κρώζω: μέλλ. κρώξω, κυρίως, κράζω ὡς ὁ κόραξ ἢ ἡ κορώνη, Λατ. crocitare, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρ. 2, 24, Λουκ. Ὄν. 12· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων πτηνῶν, οἷον γεράνων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 710· ἐπὶ νεαρῶν ἁλκυόνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, βοῶ, τι Ἀριστοφ. Λυσ. 506, Πλ. 369· ἐπὶ ἁμάξης, τρίζω, Βαβρ. 52. 5. (Κατ᾿ ὀνοματοπ. ὡς τὰ κράζω, κλάζω, κλώζω· πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.)
French (Bailly abrégé)
pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer en parl. d’une voiture.
Étymologie: R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. κράζω.
Greek Monolingual
(AM κρώζω)
1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.)
2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.)
αρχ.
(για άμαξα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. κράζω), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (κρω-) του ΙΕ τ. kre-g- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -g- μορφή της ΙΕ ρίζας ker- / kre-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα κράζω, λατ. crocio «κρώζω», αρχ. σλαβ. kraču, krakati.
ΠΑΡ. κρωγμός
αρχ.
κρώγμα
μσν.
κρωκτικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικρώζω, κατακρώζω, παρακρώζω, περικρώζω, υποκρώζω].
Greek Monotonic
κρώζω: μέλ. κρώξω, κράζω όπως το κοράκι, κραυγάζω, Λατ. crocitare, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· επίσης λέγεται για άλλα πουλιά όπως οι γερανοί, σε Αριστοφ.· λέγεται για νεαρές αλκυόνες, σε Λουκ.· λέγεται για άμαξα, τρίζω, γογγύζω, σε Βάβρ. (ηχοποίητη λέξη).