ἐπιζήμιος: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιζήμιος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[ζημιά]], ο [[βλαβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]] ή [[παράλειψη]]) αυτός που επισύρει [[ποινή]], που τιμωρείται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιζήμια</i><br />η [[τιμωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζημία]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιζήμιος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[ζημιά]], ο [[βλαβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]] ή [[παράλειψη]]) αυτός που επισύρει [[ποινή]], που τιμωρείται<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιζήμια</i><br />η [[τιμωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζημία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιζήμιος:''' Δωρ. -ζάμιος, -ον ([[ζημία]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προξενεί, που επιφέρει [[βλάβη]], [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιόποινος]]· <i>ἐπιζήμια</i>, <i>τά</i>, ποινές, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπόκειται σε [[τιμωρία]], που του επιβάλλεται [[ποινή]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. etc. ἐπιζάμιος [ᾱ], ον,
A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.; τινί X.Mem.2.7.9, cf. Aeschin.1.45. Adv. -ίως Poll.8.147, D.Chr.14.18. 2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg.784e,788b; -ζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις, = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., -ζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 (Tegea), 5(1).1498 (Messenia). II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg.765a; of acts, Arist.Pol.1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 941] 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Ggstz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιθέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 funeste, nuisible;
2 exposé à une amende ou à une peine;
3 pénal ; τὰ ἐπιζήμια PLAT peines, amendes.
Étymologie: ἐπί, ζημία.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιζήμιος, -ον)
αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός
αρχ.
1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια
η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία.
Greek Monotonic
ἐπιζήμιος: Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),·
I. 1. αυτός που προξενεί, που επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν.
2. αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ.
II. αυτός που υπόκειται σε τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.