λελίημαι: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λελίημαι]] (Α)<br />(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>λελιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[πρόθυμος]]<br />β) (για τον αέρα) [[ορμητικός]] («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λε</i>-<i>λιη</i>-[[μένος]] [[είναι]] μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το <i>τε</i>-<i>τιη</i>-[[μένος]] και συνδέεται με το [[λιλαίομαι]] «[[επιθυμώ]] πολύ»]. | |mltxt=[[λελίημαι]] (Α)<br />(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>λελιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[πρόθυμος]]<br />β) (για τον αέρα) [[ορμητικός]] («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λε</i>-<i>λιη</i>-[[μένος]] [[είναι]] μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το <i>τε</i>-<i>τιη</i>-[[μένος]] και συνδέεται με το [[λιλαίομαι]] «[[επιθυμώ]] πολύ»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λελίημαι:''' Επικ. παρακ. ([[λίαν]]), με [[σημασία]] ενεστ.· [[αγωνίζομαι]] με ζήλο, [[προσπαθώ]] φιλότιμα, στη μτχ. <i>λελῐημένος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., [[πρόθυμος]], [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], στο ίδ.· [[έπειτα]], γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
old Ep. pf.,
A strive eagerly, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους 5.690, cf. 4.465: as Adj., eager, βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι 12.106, cf. 16.552: in later Ep. c. gen., eager for a thing, λελιημένοι ἠπείροιο A.R.1.1164: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο Id.3.1158, cf. 646, 4.1009: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν Theoc.25.196, cf. Orph.Fr.280.4: 3pl. plpf. λελίηντο prob. cj. in Id.L.118. II in phys. sense, αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος rushing, Emp.100.18.
German (Pape)
[Seite 28] (λαω, λιλαίομαι, eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.
Greek (Liddell-Scott)
λελίημαι: (ἴδε ἐν λέξ. λάω Β), ἀρχ. Ἐπικ. πρκμ. μὲ σημ. ἐνεστ., προθυμοῦμαι, προσπαθῶ, Ἰλ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ μετοχ. λελῐημένος, λελ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 690· ἀλλὰ συχν. ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ., πρόθυμος, ἕλκε δ’ ὑπὲκ βελέων λελιημένος Δ. 465· βάν ῥ’ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Μ. 106, πρβλ. ΙΙ. 552· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, ἐπιθυμῶ τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1164· ὡσαύτως εὔχρηστον παρ’ αὐτῷ ἐν τῷ γ΄ ἑν. ὑπερσ. μετ. ἀπαρ., λελίητο αὐδῆσαι Γ. 1158, πρβλ. 646., Δ. 1109, Θεόκρ. 25. 196· ὡσαύτως β΄ ἑν. πρκμ. λελίησαι, καὶ γ΄ πληθ, ὑπερσ. λελίητο παρὰ τῷ Ὀρφ., Μαξίμ. ἴδε Lehrs Qu. Ep. σ. 293. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς σημασ., αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος, ὁρμῶν..., Ἐμπεδ. 360, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
v. λιλαίομαι.
English (Autenrieth)
only part., λελιημένος, as adj., eager, desirous; w. ὄφρα, Δ , Il. 5.690. Cf. λιλαίομαι. (Il.)
Greek Monolingual
λελίημαι (Α)
(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λελιημένος, -η, -ον
α) πρόθυμος
β) (για τον αέρα) ορμητικός («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λε-λιη-μένος είναι μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το τε-τιη-μένος και συνδέεται με το λιλαίομαι «επιθυμώ πολύ»].
Greek Monotonic
λελίημαι: Επικ. παρακ. (λίαν), με σημασία ενεστ.· αγωνίζομαι με ζήλο, προσπαθώ φιλότιμα, στη μτχ. λελῐημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., πρόθυμος, βιαστικός, ορμητικός, στο ίδ.· έπειτα, γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ.