ὀνείδειος: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίδ</i>-<i>ειος</i>)]. | |mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίδ</i>-<i>ειος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνείδειος:''' -ον ([[ὄνειδος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[καταφρονητικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αξιοκαταφρόνητος]], [[άτιμος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.
English (Autenrieth)
(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.
Greek Monolingual
ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].
Greek Monotonic
ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.