νηπιαχεύω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηπιαχεύω]] (Α)<br />(το ενεργ. και το μέσ.) [[ενεργώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], [[παιδιαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηπίαχος]] «[[νήπιο]]» [[αντί]] <i>νηπιαχώ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ποντοπορώ]]: <i>ποντο</i>-[[πορεύω]])].
|mltxt=[[νηπιαχεύω]] (Α)<br />(το ενεργ. και το μέσ.) [[ενεργώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], [[παιδιαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηπίαχος]] «[[νήπιο]]» [[αντί]] <i>νηπιαχώ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ποντοπορώ]]: <i>ποντο</i>-[[πορεύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηπῐᾰχεύω:''' φέρομαι παιδιάστικα, [[παιδιαρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:01, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐᾰχεύω Medium diacritics: νηπιαχεύω Low diacritics: νηπιαχεύω Capitals: ΝΗΠΙΑΧΕΥΩ
Transliteration A: nēpiacheúō Transliteration B: nēpiacheuō Transliteration C: nipiacheyo Beta Code: nhpiaxeu/w

English (LSJ)

   A to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.

French (Bailly abrégé)

agir comme un petit enfant.
Étymologie: νηπίαχος.

English (Autenrieth)

play like a child, part., Il. 22.502†.

Greek Monolingual

νηπιαχεύω (Α)
(το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο-πορεύω)].

Greek Monotonic

νηπῐᾰχεύω: φέρομαι παιδιάστικα, παιδιαρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.