σχαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]], peu convainquant selon Chantraine.
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]], peu convainquant selon Chantraine.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, ξύλινο [[κοντάρι]] με [[απόληξη]] δικράνας για τη [[στήριξη]] των κυνηγετικών διχτυών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰλίς Medium diacritics: σχαλίς Low diacritics: σχαλίς Capitals: ΣΧΑΛΙΣ
Transliteration A: schalís Transliteration B: schalis Transliteration C: schalis Beta Code: sxali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A forked stick used as a prop for nets, etc., X.Cyn.2.8 (σταλ- codd.), 6.7, Poll.5.19,31 sq.; θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπὶ σχαλίδων cj. in Call.Aet.Fr.7.35 P.; cf. στάλιξ.

German (Pape)

[Seite 1053] ίδος, ἡ, eigtl. eine einschenklige Leiter, davon das lat. scala; gew. eine gabelförmige Stütze, eine hölzerne Gabel, die als Stütze unter aufgerichtete Netze gestellt ward, wie σταλίς; auch eine zweizinkige Hacke, Xen. Cyn. 6, 7; vgl. Poll. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» Πολυδ. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ μῆκος δέκα παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. σταλίς).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.
Étymologie: σχεῖν, peu convainquant selon Chantraine.

Greek Monotonic

σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, ξύλινο κοντάρι με απόληξη δικράνας για τη στήριξη των κυνηγετικών διχτυών, σε Ξεν.