καταδέχομαι: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταδέχομαι]], Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με καλή [[διάθεση]], με [[ευγένεια]] και [[συγκατάβαση]], [[είμαι]] [[καταδεκτικός]] («δεν καταδέχεται να μιλάει [[μαζί]] μας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτρέπω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[παίρνω]] («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο [[καλός]] τε κἀγαθός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], ξαναδέχομαι κάποιον, [[ιδίως]] από [[εξορία]] («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ [[ὄντα]] ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῡτο», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]] σε [[κάτι]], [[επιτρέπω]]. | |mltxt=(AM [[καταδέχομαι]], Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με καλή [[διάθεση]], με [[ευγένεια]] και [[συγκατάβαση]], [[είμαι]] [[καταδεκτικός]] («δεν καταδέχεται να μιλάει [[μαζί]] μας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτρέπω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[παίρνω]] («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο [[καλός]] τε κἀγαθός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], ξαναδέχομαι κάποιον, [[ιδίως]] από [[εξορία]] («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ [[ὄντα]] ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῡτο», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]] σε [[κάτι]], [[επιτρέπω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδέχομαι:''' -[[δέξομαι]], αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[δέχομαι]], [[αποδέχομαι]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλι]] εξόριστο άνδρα στην [[πατρίδα]], σε Ρήτ.· Παθ. αορ. αʹ <i>καταδεχθῆναι</i>, με Παθ. [[σημασία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Arc. κατυ- SIG306.58 (iv B.C.):—
A receive, admit, τι εἰς τὴν ψυχήν Pl.R.401e; [τὸν θεὸν] τῇ σκηνῇ J.AJ3.8.1; πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονήν Luc.Nigr.16; esp. of food, τοὺς φακούς Eup. 350; πόμα Hp.Epid.7.41; τροφήν Pl.Ti.84b, cf.Arist.Resp.476a29:— Pass., -δεχθῆναι ἐπὶ γάμον Luc.Tox.44. 2 receive back, take home again, esp. from banishment, And.3.3, Lys.6.13, D.26.6, etc.: aor. Pass. καταδεχθῆναι in pass. sense, Luc.Bis Acc.31, D.C.78.39: fut. καταδεχθήσεσθαι ib.40.40. 3 accept, admit the truth of, τὸ γενεθλιαλογεῖν Str.16.1.6. 4 allow, permit of, ἀναβολήν Suid. s.v. εἰσαγγελία; τὴν μῖξιν Phlp.in GC189.6.
German (Pape)
[Seite 1345] aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχθῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. εἰσαγγελία.
Greek (Liddell-Scott)
καταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι, ἀποδέχομαι, τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· πόμα Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) δέχομαι ὀπίσω, δέχομαι πάλιν εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, αὐτόθι 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. εἰσαγγελία c.
French (Bailly abrégé)
I. 1 recevoir, accepter;
2 recevoir chez soi au retour en parl. d’exilés;
II. Pass. (f. καταδεχθήσομαι et ao. κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.
Étymologie: κατά, δέχομαι.
Greek Monolingual
(AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας»)
μσν.
επιτρέπω
μσν.-αρχ.
1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός», Πλάτ.)
2. παραδέχομαι
αρχ.
1. δέχομαι πίσω, ξαναδέχομαι κάποιον, ιδίως από εξορία («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ ὄντα ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῡτο», Ανδοκ.)
2. συναινώ σε κάτι, επιτρέπω.
Greek Monotonic
καταδέχομαι: -δέξομαι, αποθ.,
1. δέχομαι, αποδέχομαι, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. δέχομαι πίσω, δέχομαι πάλι εξόριστο άνδρα στην πατρίδα, σε Ρήτ.· Παθ. αορ. αʹ καταδεχθῆναι, με Παθ. σημασία, σε Λουκ.