ἠμαθόεις: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠμαθόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(επικ. τ. του [[αμαθόεις]]) ο [[αμμώδης]] («Πύλον ἠμαθόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἠμαθόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(επικ. τ. του [[αμαθόεις]]) ο [[αμμώδης]] («Πύλον ἠμαθόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠμᾰθόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀμ-</i> ([[ἄμαθος]]), ο [[αμμώδης]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν (or -όεις, εν if Πύλος (q.v.) be fem.), Ep. for ἀμ-, (ἄμαθος)
A sandy, epith. of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.Sc.360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)
German (Pape)
[Seite 1164] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von ἄμαθος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραθαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαθόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμᾰθόεις: εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- (ἄμαθος), ἀμμώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· ὥστε ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον ἠμαθόεις, -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, διότι ἡ Ἦλις δὲν εἶναι ἀμμώδης, ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· ὡσαύτως, ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
French (Bailly abrégé)
όεσσα ou όεις, όεν;
sablonneux.
Étymologie: ion. p. *ἀμαθόεις de ἄμαθος.
English (Autenrieth)
(ἄμαθος): sandy, epithet of Pylos.
Greek Monolingual
ἠμαθόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἠμᾰθόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.