Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαταλαμβάνω]] (AM)<br />ακολουθώντας [[κάτι]] το [[καταλαμβάνω]], το [[προφθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στο ίδιο ύψος με [[κάτι]] που κινείται («[[ἐπειδάν]] [[σελήνη]] περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περισφίγγω]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> <b>παθ.</b> <i>επικαταλαμβάνομαι</i> (για [[σημεία]]) [[είμαι]] [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>5.</b> [[συνεχίζω]] να [[υπάρχω]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]], [[επέρχομαι]]<br /><b>7.</b> (για καρπό) σχηματίζομαι [[πριν]] ωριμάσει ο [[καρπός]] του περασμένου έτους.
|mltxt=[[ἐπικαταλαμβάνω]] (AM)<br />ακολουθώντας [[κάτι]] το [[καταλαμβάνω]], το [[προφθάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στο ίδιο ύψος με [[κάτι]] που κινείται («[[ἐπειδάν]] [[σελήνη]] περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περισφίγγω]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> <b>παθ.</b> <i>επικαταλαμβάνομαι</i> (για [[σημεία]]) [[είμαι]] [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>5.</b> [[συνεχίζω]] να [[υπάρχω]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]], [[επέρχομαι]]<br /><b>7.</b> (για καρπό) σχηματίζομαι [[πριν]] ωριμάσει ο [[καρπός]] του περασμένου έτους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[προφταίνω]], [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], <i>τινά</i>, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταλαμβάνω Medium diacritics: ἐπικαταλαμβάνω Low diacritics: επικαταλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: epikatalambánō Transliteration B: epikatalambanō Transliteration C: epikatalamvano Beta Code: e)pikatalamba/nw

English (LSJ)

   A follow and catch up, overtake, τὰς ναῦς Th.2.90; τινά Id.3.111, Plb.1.66.3, etc.; σελήνη ἥλιον ἐ. Pl.Ti.39c: abs., μεταξὺ δὲ ἁμέρα-λαμβάνει IG4.952.14 (Epid.):—Pass., Arist.HA611b33.    b. of fruit which forms before the last year's fruit is ripe, overtakes it, Thphr.HP2.6.10.    2. fasten, bind on, κατάπλασμα ταινιδίῳ Gal.13.357.    3. Gramm. in Pass., of σημεῖα, to be understood after, S.E. M.8.166.

German (Pape)

[Seite 946] (s. λαμβάνω), nachgehen u. einholen, überraschen, ναῦς Thuc. 2, 90; ἐπειδὰν σελήνη ἥλιον ἐπικαταλάβῃ Plat. Tim. 39 c; vgl. Ath. XIV, 645 a; τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης, da die Nacht darüber hereinbrach, D. Sic. 18, 71; pass., Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

surprendre, atteindre, acc..
Étymologie: ἐπί, καταλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπικαταλαμβάνω (AM)
ακολουθώντας κάτι το καταλαμβάνω, το προφθάνω
αρχ.
1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)
2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω
3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός
4. ανακαλύπτω
5. συνεχίζω να υπάρχω
6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι
7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός του περασμένου έτους.

Greek Monotonic

ἐπικαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, προφταίνω, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινά, σε Θουκ., Πλάτ.