συνεκκομίζω: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] από κοινού την [[εκφορά]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[υπομένω]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον 'πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[υποφέρω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] από κοινού την [[εκφορά]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[υπομένω]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον 'πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[υποφέρω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκκομίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] έξω, [[κουβαλώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[επίτευξη]], το [[κατόρθωμα]] κάποιου πράγματος, [[συμβάλλω]], [[συντελώ]], σε Ευρ.· [[συνεκκομίζω]] τινὶ [[κακά]], [[βοηθώ]] κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A help to carry away, αὐτῷ τὴν μητέρα Isoc. 19.20. 2 attend the funeral of, Phylarch.26 J., Plu.CG14:—Pass., Mitt.Ver.Klass.Philol.in Wien 10.122 (Ephesus, i A.D.). II σ. τινὶ κακά, πόνους, Κύπριν, help one in bearing them, E.Or.685, El.73, Hipp. 465.
German (Pape)
[Seite 1012] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκομίζω: ἐκκομίζω, κομίζω ἔξω ὁμοῦ, αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. συνεκφέρω.
ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν ὁμοῦ, συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
French (Bailly abrégé)
1 emporter ensemble ou en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à porter.
Étymologie: σύν, ἐκκομίζω.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω συγχρόνως
2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού
3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον 'πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»].
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω συγχρόνως
2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού
3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον 'πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»].
Greek Monotonic
συνεκκομίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. μεταφέρω έξω, κουβαλώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
II. βοηθώ στην επίτευξη, το κατόρθωμα κάποιου πράγματος, συμβάλλω, συντελώ, σε Ευρ.· συνεκκομίζω τινὶ κακά, βοηθώ κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ.