σημαιοφόρος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[σημαιοφόρος]] -ον, ΝΜΑ, και [[σιμαιοφόρος]] Μ, και [[σημαιαφόρος]] και [[σημειοφόρος]] και [[σημεαφόρος]] και [[σημηαφόρος]] και [[σημιαφόρος]] και [[σιμιαφόρος]] και [[σημιαφώρος]] Α<br />αυτός που κρατάει τη [[σημαία]] σε μια [[εκδήλωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[βαθμός]] αξιωματικού στο πολεμικό [[ναυτικό]], που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού<br /><b>2.</b> [[πρωταγωνιστής]] ή [[πρωτεργάτης]] σε [[πολιτική]], κοινωνική ή [[άλλη]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαία]] / [[σημεία]] / [[σημέα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=ο, η / [[σημαιοφόρος]] -ον, ΝΜΑ, και [[σιμαιοφόρος]] Μ, και [[σημαιαφόρος]] και [[σημειοφόρος]] και [[σημεαφόρος]] και [[σημηαφόρος]] και [[σημιαφόρος]] και [[σιμιαφόρος]] και [[σημιαφώρος]] Α<br />αυτός που κρατάει τη [[σημαία]] σε μια [[εκδήλωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[βαθμός]] αξιωματικού στο πολεμικό [[ναυτικό]], που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού<br /><b>2.</b> [[πρωταγωνιστής]] ή [[πρωτεργάτης]] σε [[πολιτική]], κοινωνική ή [[άλλη]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαία]] / [[σημεία]] / [[σημέα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σημαιοφόρος:''' -ον ([[σημαία]], [[φέρω]]), Λατ. [[signifer]], αυτός που κρατάει [[λάβαρο]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. σημειοφόρος.
German (Pape)
[Seite 874] die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22.
Greek (Liddell-Scott)
σημαιοφόρος: -ον, Λατ. signifer, ὁ φέρων, κρατῶν τὴν σημαίαν, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ. 6. 24, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porte-enseigne (cf. lat. signifer).
Étymologie: σημαία, φέρω.
Greek Monolingual
ο, η / σημαιοφόρος -ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α
αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση
νεοελλ.
1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό, που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού
2. πρωταγωνιστής ή πρωτεργάτης σε πολιτική, κοινωνική ή άλλη κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία / σημεία / σημέα + -φόρος].
Greek Monotonic
σημαιοφόρος: -ον (σημαία, φέρω), Λατ. signifer, αυτός που κρατάει λάβαρο, σε Πολύβ.