Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιβύνη: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συβίνη]] και [[συβήνη]], ἡ, και [[σιβύνης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> θηρευτική [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] είδους [[λόγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> τών λ. που φανερώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>, <i>τορ</i>-<i>ύνη</i>). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. <i>sibyna</i> / <i>sybina</i>, που θεωρήθηκε ιλλυρικό [[δάνειο]]. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. [[σιβύνη]] [[είναι]] [[κυπριακός]] τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική [[ρίζα]] και συνδέεται με τα: περσ. <i>z</i><i>ō</i><i>p</i><i>ī</i><i>n</i> (<b>πρβλ.</b> [[ζιβύνη]]), αρμεν. <i>s</i><i>ә</i><i>v</i><i>ī</i><i>n</i>, συρ. <i>swbyn</i> με σημ. «[[λόγχη]]»].
|mltxt=και [[συβίνη]] και [[συβήνη]], ἡ, και [[σιβύνης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> θηρευτική [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] είδους [[λόγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> τών λ. που φανερώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>, <i>τορ</i>-<i>ύνη</i>). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. <i>sibyna</i> / <i>sybina</i>, που θεωρήθηκε ιλλυρικό [[δάνειο]]. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. [[σιβύνη]] [[είναι]] [[κυπριακός]] τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική [[ρίζα]] και συνδέεται με τα: περσ. <i>z</i><i>ō</i><i>p</i><i>ī</i><i>n</i> (<b>πρβλ.</b> [[ζιβύνη]]), αρμεν. <i>s</i><i>ә</i><i>v</i><i>ī</i><i>n</i>, συρ. <i>swbyn</i> με σημ. «[[λόγχη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐβύνη:''' ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό [[δόρυ]], [[δόρυ]], [[αιχμή]] του [[δόρατος]], σε Ανθ.· υποκορ. [[σιβύνιον]], τό, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐβύνη Medium diacritics: σιβύνη Low diacritics: σιβύνη Capitals: ΣΙΒΥΝΗ
Transliteration A: sibýnē Transliteration B: sibynē Transliteration C: sivyni Beta Code: sibu/nh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—

   A hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments.

Greek Monolingual

και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].

Greek Monotonic

σῐβύνη: ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό δόρυ, δόρυ, αιχμή του δόρατος, σε Ανθ.· υποκορ. σιβύνιον, τό, σε Πολύβ.